- μοιρολάτρης
- ο , μοιρολάτρισσα [-ις (-ίδος)] η фаталист, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μοιρολάτρης — ο θηλ. μοιρολάτρις και μοιρολάτρισσα 1. αυτός που υποτάσσεται στο πεπρωμένο και επαφίεται σε αυτό 2. αυτός που υπομένει χωρίς αντίδραση τις ατυχίες που τού συμβαίνουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + λάτρης (πρβλ. ειδωλο λάτρης). Η λ. στον λόγιο τ. πληθ.… … Dictionary of Greek
μοιρολάτρης — ο θηλ. ισσα αυτός που πιστεύει τυφλά στη μοίρα και δεν αντιδρά σε αυτά που του συμβαίνουν: Είναι μοιρολάτρισσα και δεν προσπαθεί να αλλάξει τη ζωή της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοιρολατρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μοιρολατρία ή στον μοιραλάτρη 2. ως ουσ. ο μοιρολάτρης. Επιρρ. μοιρολατρικώς και ά με μοιρολατρικό τρόπο, με τυφλή πίστη ότι τα πάντα διέπονται από τη μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρολάτρης. Η λ. μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek
μοιρολατρία — η η ιδιότητα τού μοιρολάτρη, η πίστη ότι όλα στον κόσμο διέπονται από τη μοίρα και η τυφλή υποταγή σε αυτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρολάτρης. Απόδοση τού γαλλ. fatalisme παράλληλα προς τη λ. μοιροκρατία*] … Dictionary of Greek
μοιρολατρώ — έω είμαι μοιρολάτρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιραλάτρης. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ομφαλοσκόπος — ο 1. αυτός που ατενίζει εντατικά και για πολλή ώρα τον ομφαλό του με σκοπό να έλθει σε κατάσταση έκστασης 2. ομφαλόψυχος 3. μτφ. αυτός που έχει μοιρολατρική αδράνεια, που από οκνηρία σκέψεως ή νωθρότητα δεν καταβάλλει την απαιτούμενη ενέργεια για … Dictionary of Greek
φακίρης — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται στην Ινδία διάφοροι ασκητές που επιδιώκουν να κερδίσουν την αγιότητα υποβάλλοντας τον εαυτό τους σε στερήσεις. Ζουν από τις ελεημοσύνες των πιστών, δεν εργάζονται, δεν παντρεύονται και το μοναδικό ρούχο που… … Dictionary of Greek
φαταλιστής — ο, θηλ. φαταλίστρια, Ν οπαδός τού φαταλισμού, μοιρολάτρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fataliste (βλ. λ. φαταλισμός)] … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ντιντερό, Ντενί — (Denis Diderot, Λανγκρ 1713 – Παρίσι 1784)). Γάλλος φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γιος εύπορου μαχαιροποιού, είχε αρχίσει εκκλησιαστική σταδιοδρομία, αλλά σε ηλικία δεκαπέντε ετών την εγκατέλειψε και εγκαταστάθηκε στο… … Dictionary of Greek